- (α)πανωλαδιά
- η :
βγήκε ( — или βρέθηκε) (α)πανωλαδιά — он вышел сухим из воды
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βγήκε ( — или βρέθηκε) (α)πανωλαδιά — он вышел сухим из воды
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απανωλαδιά — κ. πανωλαδιά, η 1. λάδι ή άλλο λιπαρό ρευστό στην επιφάνεια άλλου υγρού ή φαγητού 2. φρ. «βγήκε απανωλαδιά» βγήκε λάδι, κατόρθωσε να κρύψει την ενοχή του 3. καλή σοδειά λαδιού … Dictionary of Greek